- ηδύνω
- (Α ἡδύνω)1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω4. μέσ. ἡδύνομαιευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαιαρχ.θωπεύω, κολακεύω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.ΠΑΡ. ήδυσμααρχ.ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].
Dictionary of Greek. 2013.